top of page

Άρης Γαβριηλίδης

συγγραφέας-εικαστικός

Η Αλούλα,
η Λούλα και
η Σπιθούλα

Μολονότι κατοικώ στο Διόνυσο κοντά είκοσι χρόνια, δεν είχα αξιωθεί να πάω μέχρι την Αλούλα, για την οποία τόσα καλά είχα ακούσει. Ώσπου, ένα Απριλιάτικο Σάββατο, το αποφάσισα. Ανηφόρισα την οδό Αιολίδος, και λίγο δεξιά, άφησα το αυτοκίνητο. Xώθηκα με την γυναίκα μου στο πευκοδάσος που άρχιζε εκεί. Ο χωματόδρομος, στρωμένος με λατύπη (τα πετραδάκια που μένουν από την εξόρυξη και επεξεργασία μαρμάρου), ξεδιπλωνόταν μπροστά μας. Ανηφόριζε με κατεύθυνση προς την Κηφισιά περιζώνοντας το βουνό.

Κάθε τόσο σταματούσαμε για μιαν ανάσα αλλά και να απολαύσουμε την θέα του καταπράσινου Διονύσου με τις κόκκινες στέγες που απλωνόταν στα πόδια μας. Από κει ψηλά, φαίνεται πραγματικά, όλη η ομορφιά του τόπου μας. Απέναντι η Πάρνηθα και δεξιά, στο βάθος, μια μπλε λωρίδα, η θάλασσα του Μαραθώνα. Ο δροσερός αέρας, αρωματισμένος με τις  ευωδιές των ανοιξιάτικων αγριολούλουδων, ανακατωνόταν με τα κελαϊδίσματα των πουλιών. Κάθε στροφή του δρόμου έκρυβε  μια νέα άποψη του τοπίου που μας έλκυε να την ανακαλύψουμε.

Στην επόμενη στροφή, μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Ένας καινούργιος κόσμος που ούτε στο σινεμά δεν είχαμε ξαναδεί. Ένα υπαίθριο μουσείο λαϊκής τέχνης της πέτρας, που, όπως μας πληροφορούσε μια μαρμάρινη στήλη, ήταν έργο Παριανών μαστόρων με την καθοδήγηση ενός δασολόγου και  μιας γλύπτριας υπαίθριων χώρων. Μπροστά μας ανοιγόταν ένα μεγάλο πλάτωμα στην ρίζα ενός τεράστιου βράχου με ένα περήφανο πεύκο στη μέση. Αριστερά, στα υψωματάκια, πέτρινοι ανισόπεδοι διάδρομοι και σκαλοπάτια οδηγούσαν σε παρτέρια και κτίσματα, πανέμορφα στην απλότητά τους. Όλη η περιοχή ήταν φυτεμένη με αγριολούλουδα της Ελληνικής υπαίθρου.  Ένα κυκλάμινο, στη σχισμάδα ενός βράχου ύψωνε το βιολετί κεφαλάκι του και χαιρετούσε τον ήλιο εικονογραφώντας το σχετικό λιανοτράγουδο του Ρίτσου. Ο χώρος φροντισμένος, περιποιημένος και καθαρός. Μεγάλα βαρέλια συγκέντρωναν τα απορρίμματα των επισκεπτών.

Ανηφορίζοντας λίγο ακόμη τον δρόμο, δεύτερη έκπληξη. Το υπαίθριο μουσείο της πέτρας συνεχιζόταν εδώ με ένα μικρό αμφιθέατρο και ένα  οίκημα που για στέγη είχε το κλαδί του διπλανού δέντρου. Αριστερά, ένας πέτρινος τρούλος γλύκαινε με την στρογγυλάδα του τον χώρο ενώ, δεξιά, ένας πέτρινος γκρίζος καταρράχτης από λατύπη έδενε εικαστικά με το τοπίο. Όλο το θέαμα, έντονα Ελληνικό, θύμιζε κάτι από Λομπαρδιάρη του Πικιώνη, μεσαιωνικό κάστρο και  σκηνικό αρχαίου θεάτρου.

Εκεί συναντήσαμε την κυρία Λούλα, από την Εκάλη, που με τον σύζυγο και το σκυλί τους έρχονται τακτικά εδώ για περπάτημα επειδή «ευτυχώς, αυτό το μέρος δεν το ξέρει ο πολύς κόσμος κι έτσι έχουμε την ησυχία μας». Μας πληροφόρησε πως αυτά τα αριστουργήματα της πέτρας οφείλονται στην αποκατάσταση των παλιών λατομείων που αποτελεί νομική υποχρέωση των Μαρμάρων Διονύσου που τα εκμεταλλεύονταν.  Παρατηρήσαμε όμως ότι αυτή η υποχρέωση διεκπεραιώθηκε όχι τυπικά, μόνο και μόνο για να γίνει, αλλά με μεράκι, καλαισθησία και γούστο. Και γι’ αυτό τους αξίζουν συγχαρητήρια.

Με παραίνεση της κυρίας Λούλας, ακολουθήσαμε ένα μονοπάτι που οδηγούσε, μέσα από την υπέροχη Πεντελική φύση στο ξωκκλήσι του Αγίου Λουκά. Ανάψαμε κερί, ξαποστάσαμε στο ασβεστωμένο πεζούλι και ήπιαμε δροσερό νερό από την παρακείμενη σκεπαστή πηγή. Συνεχίζοντας το ίδιο μονοπάτι βρεθήκαμε, ύστερα από λίγο, στο προσκυνητάρι του Αγίου Νικήτα  φυτεμένο ανάμεσα στα δέντρα.

Στην επιστροφή, ξαναμμένοι από το περπάτημα και φορτωμένοι με εντυπώσεις βιαζόμασταν να γυρίσουμε σπίτι για το μεσημεριανό φαγητό. Στα τελευταία 200  μέτρα του χωματόδρομου, πριν βγούμε στην άσφαλτο, προσέξαμε πως ο δρόμος, αριστερά δεξιά, ήταν γεμάτος με μεγάλους, συνεχείς σωρούς από ξερά κλαδιά πεύκων. «Βρίσκονται από πέρσι εκεί» με είχε πληροφορήσει νωρίτερα η παντογνώστρια κυρία Λούλα. Το τέλειο προσάναμμα για να γίνει όλη η Πεντέλη παρανάλωμα του πυρός. Πενήντα μέτρα πιο κάτω άρχιζαν τα σπίτια. Οι κάτοικοί τους  (και μαζί τους όλοι οι Διονυσιώτες), χωρίς να το συνειδητοποιούν, κάθονται σε μια βόμβα ναπάλμ έτοιμη να εκραγεί ανά πάσα στιγμή. Μια σπιθούλα αρκεί

Μα, καλά! Τόσο δύσκολο θα ήταν για την νέα δημοτική αρχή να στείλει τα ειδικά οχήματα  που διαθέτει για να τα μαζέψει; Βέβαια, ο όγκος των ξερών κλαδιών μέσα στο δάσος είναι τεράστιος και για να καθαριστεί όλη αυτή η «κόπρος του Αυγεία» θα απαιτούσε χρόνο. Όμως, με λίγα δρομολόγια κάθε εβδομάδα, κάποια στιγμή θα καθαρίζονταν. Αυτό που προκαλεί δυσάρεστη έκπληξη σε κάθε καλόπιστο είναι η πλήρης αδιαφορία του δήμου για το πρόβλημα λες και οι σωροί των κλαδιών βρίσκονται στη Αλάσκα και όχι μέσα στα πόδια μας. Διαφωνείτε κύριε δήμαρχε;

5/2007

bottom of page