Άρης Γαβριηλίδης
συγγραφέας-εικαστικός
Ένας περίπατος στην Πεντέλη
Αρκετά χρόνια μετά την Πυρκαϊά, τόλμησε να ξαναπάει στα μέρη των παλιών περιπάτων του, εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό του φθινοπώρου. Άφησε το αυτοκίνητο στα αριστερά του δρόμου που πάει για την Πεντέλη, τρακόσια μέτρα μετά τον Άγιο Πέτρο, στην πρώτη στροφή, και ανέβηκε το ανηφοράκι με τα πόδια. Έφθασε δίπλα στην τεράστια κεραία της κινητής τηλεφωνίας. Από εκεί ξανοίχτηκε στα μάτια του όλη η Ανατολική Αττική. Η Νέα Μάκρη, ο Μαραθώνας, η θάλασσα του Αιγαίου και στο βάθος τα βουνά της Εύβοιας.
Ακολούθησε τον φαρδύ χωματόδρομο. Η νέα βλάστηση απλωνόταν παντού, σαν το πρώτο χνούδι σε εφηβικό μάγουλο. Τα νέα πευκάκια ξεπερνούσαν το ένα μέτρο. Άλλα μοναχά τους και άλλα σε πυκνή αποικία σαν φυτώριο που έσπειρε η φύση. Εδώ κι εκεί, κάποιο από τα παλιά μεγάλα πεύκα. Με τα πάνω κλαδιά καταπράσινα και τα κάτω καμμένα από την φωτιά, έστεκαν περήφανα σαν επιζήσαντες τραυματίες πολέμου. Η πλαγιά του βουνού διάσπαρτη με πεσμένους κορμούς καμμένων δένδρων, που έπεσαν στη μάχη της φωτιάς. Σαν την χαμένη γενιά ενός πολέμου που πεθαίνοντας έσπειρε την νέα γενιά. Τα νέα καταπράσινα πεύκα που, ύστερα από λίγα χρόνια, θα αντικαταστήσουν τα παλιά και θα θρέψουν τις πληγές του βουνού.
Καθώς προχωρούσε συνεπαρμένος από τα θαύματα της φύσης, καφεκόκκινες πεταλούδες τον προσπερνούσαν, όπως τα δελφίνια το πλοίο. Ένα μαύρο σκαθάρι διέσχιζε νωχελικά τον χωματόδρομο. Πιο κάτω, ένα μωβ κυκλάμινο κοίταζε κατάματα τον ήλιο. Άρχισε να τραγουδά δυνατά με τη φάλτσα φωνή του, στην ασφάλεια της ερημιάς, το «Κυκλάμινο, στου βράχου τη σχισμάδα». Με μουσική υπόκρουση τις ριπές του ανέμου, συνέχισε με το «.κι έβγαζ’ η γη το πρώτο της κυκλάμινο.». Τα πευμόνια του είχαν γεμίσει με καθαρό, φρέσκο, μυρωδάτο αέρα. Στις παρυφές του δρόμου, καταπράσινοι θάμνοι με λογής λογής μυριστικά. Έσκυψε κι έκοψε ένα κλωνάρι. Το μύρισε. Η ευωδιά της ρίγανης εύφρανε την ψυχή του.
Κάθε τόσο έσκυβε και μάζευε κάτι από κάτω. Δυο τσακμακόπετρες να τις κτυπά μεταξύ τους στο σκοτάδι και να βλέπει τις σπίθες, σαν και τότε που ήταν παιδί και έμαθε αυτό το κόλπο στην κατασκήνωση της Πεντέλης. Ενα κομμάτι φλούδα από καμμένο πεύκο για να φτιάξει βαρκάκι για το βαφτιστήρι του. Ένα πετραδάκι γιατί του άρεσε το χρώμα του. Οσο περπατούσε τόσο ένοιωθε να ξαλαφρώνει από τις έγνοιες που ήταν φορτωμένος όταν ήλθε. Σαν νάταν η Πεντέλη μια σύγχρονη Κολυμβήθρα του Σιλωάμ που τον καθάριζε από τα άγχη. Και πόσο αρμονικά έδεναν μεταξύ τους τα χρώματα της φύσης. Το γαλάζιο του ουρανού με το καφετί της βουνοπλαγιάς και το πράσινο των πεύκων. «Τα πάντα εν σοφία εποίησεν».
Λένε ότι στο Αγιονόρος βλέπεις ό,τι είσαι προετοιμασμένος να δεις. Αν σκάνδαλα, βλέπεις σκάνδαλα. Αν θαύματα, βλέπεις αυτά. Έτσι, σκέφτηκε, συμβαίνει και με την Πεντέλη. Αν είσαι προετοιμασμένος να δεις τα σημάδια της καταστροφής από την Πυρκαϊά, βλέπεις μόνον αυτά. Αν την νέα ζωή που σφύζει από ζωντάνια και ομορφιά, βλέπεις αυτήν.
Στο γυρισμό, αισθάνθηκε τις μπαταρίες της ψυχής του και πάλι γεμάτες. Χορτάτος με εικόνες από τον ωραίο περίπατο, του ήρθε στο νου, παραφρασμένος, ο στίχος από την «Ιθάκη». «Η Πεντέλη σ’ έδωσε το ωραίο ταξίδι / Άλλα δεν έχει να σε δώσει».
11/2002